- εύμυκος
- εὔμυκος, -ον (Α)αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐμύκους — εὐμύ̱κους , εὔμυκος loud bellowing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμύκων — εὐμύ̱κων , εὔμυκος loud bellowing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμύκῳ — εὐμύ̱κῳ , εὔμυκος loud bellowing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)